προσαμείβομαι

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰμείβομαι Medium diacritics: προσαμείβομαι Low diacritics: προσαμείβομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: prosameíbomai Transliteration B: prosameibomai Transliteration C: prosameivomai Beta Code: prosamei/bomai

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med.,

   A answer, τινα Theoc.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].