πρόσβορρος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσβορρος Medium diacritics: πρόσβορρος Low diacritics: πρόσβορρος Capitals: ΠΡΟΣΒΟΡΡΟΣ
Transliteration A: prósborros Transliteration B: prosborros Transliteration C: prosvorros Beta Code: pro/sborros

English (LSJ)

ον,

   A towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr.HP9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].