πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.
ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.
τὰ, Α(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.