σφαδασμός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.
ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.