τρισάωρος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].