ὑμνητήρ
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., AP7.19 (Leon.), Opp.H.3.7.
German (Pape)
[Seite 1178] ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Leon. Tar. 80 (VII, 19).
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητήρ: ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Ὀππ. Ἁλ. 3. 7, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 17· θηλ. ὑμνήτειρα γλῶσσα Ἀνθ. Π. 8. 35.
Greek Monolingual
-ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α
υμνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμη-τήρ)].