ὑποκλίνομαι
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλίνομαι: [ῑ], Παθ. κλίνομαι, πλαγιάζω ὑποκάτω τινός, μετὰ δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους ἕνεκα γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) ὑποκύπτω, εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, τότε... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C.