ὑποκύπτω

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκύπτω Medium diacritics: ὑποκύπτω Low diacritics: υποκύπτω Capitals: ΥΠΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: hypokýptō Transliteration B: hypokyptō Transliteration C: ypokypto Beta Code: u(poku/ptw

English (LSJ)

A stoop under a yoke, Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι bowed to the Persian yoke, Hdt.1.130, cf. 6.25,109; κύνες τοῖς ἀνθρώποις ὑποκύπτοντες Aesop.266: abs., of suppliants, bow down, bow low, ἱκετεύουσιν ὑποκύπτοντες Ar.V.555 (anap., where cod. R has ὑποπίπτοντες), cf. Luc.Nav.30, Nigr.21; so of animals drinking, ὑποκύψαντα.. πιεῖν ὥσπερ βοῦν (v.l. ἐπικ-) X.An.4.5.32; of the victim at a sacrifice, θύεται δέ, αἰ μέγ κα ὑποκύψει, τᾷ Ἱστία prob. in SIG1025.20 (Cos); also ὑ. ἐπὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη Arist.Mir.831a25; stoop to look at a thing, Plu.2.470e.
II c. acc., ὑ. τὰν τύλαν stoop it so as to let a load be put on, Ar.Ach.954.

German (Pape)

[Seite 1222] sich darunter bücken, bes. sich unter das Joch, unter die Oberherrschaft beugen, sich Einem unterwerfen, Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι Her. 1, 130, vgl. 6, 25. 109; Jac. Ach. Tat. p. 961; unterwürfig, unterthänig sein, κύνες τοῖς ἀνθρώποις ὑποκύπτοντες Aesop. fab. 234; Luc. Nigr. 21; auch von Bittenden, die sich demütig bücken, ὑποκύπτοντες ἱκετεύουσιν Ar. Vesp. 555, v.l. ὑποπίπτοντες. – Trans., τὰν τύλαν, den Buckel krümmen, um sich eine Last aufpacken zu lassen, Ar. Ach. 918.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέκυψα;
1 baisser la tête ou le dos, se courber ; avec l'inf. : pour faire qch;
2 se courber sous le joug, se soumettre, τινι.
Étymologie: ὑπό, κύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκύπτω:
1 нагибаться, склоняться: ὑ. ἐπί τι Arst. наклоняться к чему-л.; ὑποκύψας θεᾶσθαί τι Plut. наклонившись, смотреть на что-л.; ἱκετεύουσιν ὑποκύπτοντες Arph. они с поклонами умоляют; προσελθὼν καὶ ὑποκύψας Luc. подойдя и отвесив поклон;
2 покоряться, подчиняться (τοῖσι Μήδοισι Her.);
3 наклонять, нагибать (τὰν τύλαν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω ὑπὸ ζυγόν, οι Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι, ἔκυψαν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῶν Περσῶν, Ἡρόδ. 1. 130, πρβλ. 6. 25, 109· κύνες τοῖς ἀνθρώποις ὑποκύπτοντες Αἰσώπ. Μῦθ. 234· ἀπολ., ἐπὶ ἱκετῶν, κύπτω πρὸς τὴν γῆν, ὑποκύπτοντες ἱκετεύουσιν Ἀριστοφ. Σφ. 555 (ἔνθα τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. ἔχει ὑποπίπτοντες), πρβλ. Λουκ. Κατάπλ. 30, Νιγρ. 21· οὕτως ἐπὶ ζῴων πινόντων, ὑποκύψαντα... πιεῖν ὥσπερ βοῦν (διάφ. γραφ. ἐπικ-) Ξεν. Ἀν. 4. 5, 32· ἀλλὰ καὶ ὑπ. ἐπὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη Ἀριστ. π. Θαυμ. 10 - κύπτω ὅπως παρατηρήσω τι, Πλούτ. 2. 470Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὑπόκυπτε τὰν τύλαν, σκῦψε τὴν καμποῦράν σου (νὰ λάβῃς τὸ φορτίον), «τὰν τύλαν, τὴν ἀπὸ τοῦ ἀχθοφορεῖν ἐν τῷ τραχήλῳ γινομένην τοῦ τραχήλου σκληρότητα τῶν ἀχθοφόρων ζῴων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 954.

Greek Monolingual

ὑποκύπτω ΝΜΑ
υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους»)
2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του»)
3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» — πέθανε
αρχ.
1. (για ικέτη) προσκυνώ ταπεινά πέφτοντας στη γη («ἱκετεύουσιν θ' ὑποκύπτοντες», Αριστοφ.)
2. λυγίζω την πλάτη μου για να φορτωθώ κάτι
3. (με απρμφ.) σκύβω για να κάνω κάτι («ὑποκύψας θεάσαι τοὺς βαστάζοντας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

ὑποκύπτω: μέλ. -ψω,
I. πέφτω κάτω από ζυγό, οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι, υποτάχθηκαν στον Περσικό ζυγό, σε Ηρόδ.· απόλ., λέγεται για ικέτες, υποκλίνομαι, λυγίζω το σώμα, κλίνω το κεφάλι, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. με αιτ., ὑπόκυπτε τὰν τύλαν, γύρε τον ώμο σου, έτσι ώστε να δεχθείς φορτίο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to stoop under a yoke, οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι bowed to the Persian yoke, Hdt.: absol., of suppliants, to bow down, Ar., Xen.
II. c. acc., ὑπ. τὰν τύλαν to stoop the shoulder so as to let a load be put on, Ar.