ὑποδειλιάω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
A to be somewhat cowardly, ὑποδεδειλιακότες ἄνθρωποι poor cowardly fellows, Aeschin.1.181. II = ὑποδείδω, πόλεμον, f.l. for ἀπο-, Plb.35.3.4.
German (Pape)
[Seite 1214] ein wenig furchtsam sein; ὑποδεδειλιακότες entspricht den πονηροί Aesch. 1, 181; τὸν πόλεμον Pol. 35, 3, 4, den Krieg fürchten.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδειλιάω: δειλιῶ ὀλίγον τι, ὑποδεδειλιακότες ἄνθρωποι, Αἰσχίν. 26. 1. ΙΙ. = ὑποδείδω, πόλεμον Πολύβ. 35. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. être un peu effrayé;
2 tr. s’effrayer un peu, craindre un peu, acc..
Étymologie: ὑπό, δειλιάω.