μικροδοσία

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ἡ,

   A giving small presents, stinginess, Plb.5.90.5.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Geben kleiner Geschenke, die kleine Gabe, Pol. 5, 90, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροδοσία: ἡ, = μικρὰ δόσις, τὸ νὰ δίδῃ τις μικρὰ δῶρα, φιλαργυρία, φειδωλία, Πολύβ. 5. 90, 5· πρβλ. μικροληψία.

Greek Monolingual

μικροδοσία, ἡ (Α)
το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -δοσία (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο-δοσία, μισθο-δοσία].