σφάξ

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάξ Medium diacritics: σφάξ Low diacritics: σφαξ Capitals: ΣΦΑΞ
Transliteration A: spháx Transliteration B: sphax Transliteration C: sfaks Beta Code: sfa/c

English (LSJ)

σφαγός,

   A = σφαγή 11, Sch.E.Hec.571; elsewh. only in compds., διασφάξ, etc.    II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.

Greek (Liddell-Scott)

σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.

Greek Monolingual

(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.———————— (II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.