δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
ao. poét. de ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.