τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Full diacritics: νοσημάτιον | Medium diacritics: νοσημάτιον | Low diacritics: νοσημάτιον | Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΙΟΝ |
Transliteration A: nosēmátion | Transliteration B: nosēmation | Transliteration C: nosimation | Beta Code: noshma/tion |
τό, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.
νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.
ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.
νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.