Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιά

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, = λέα, καθάπερ τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7.

Greek Monolingual

λαιά και λεῑα και λέα, ἡ (Α)
1. στον πληθ. λαιαί
λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού
2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας.