ἡμεροδανειστής

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροδᾰνειστής Medium diacritics: ἡμεροδανειστής Low diacritics: ημεροδανειστής Capitals: ΗΜΕΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hēmerodaneistḗs Transliteration B: hēmerodaneistēs Transliteration C: imerodaneistis Beta Code: h(merodaneisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.

Greek Monolingual

ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].