ψάμμιος

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

German (Pape)

[Seite 1391] = ψάμμινος, Aesch. Ag. 958 ἀκτά.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monotonic

ψάμμιος: -α, -ον (ψάμμος), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, αμμώδης, σε Αισχύλ.