διεκδύω
From LSJ
[Seite 618] (s. δύω), durch etwas herausgehen, durchschlüpfen; Hippocr.; Luc. Hermot. 65; τὸν ὄχλον διεκδύς Plut. Timol. 10.
f. διεκδύσω, ao.2 διεξέδυν;
s’échapper à travers, se glisser hors de.
Étymologie: διά, ἐκδύω.
διεκδύω και διεκδύνω (Α) εκδύω
διαφεύγω, ξεγλιστρώ.