Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 1043] ion. = ἡσσάομαι, Her.
ἑσσόομαι: Ἰων. ἀντὶ ἡσσάομαι.
ion. c. ἡσσάομαι.
ἑσσόομαι: Ιων. αντί ἡσσάομαι.