ὀλιγάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάνθρωπος Medium diacritics: ὀλιγάνθρωπος Low diacritics: ολιγάνθρωπος Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: oligánthrōpos Transliteration B: oliganthrōpos Transliteration C: oliganthropos Beta Code: o)liga/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 (Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.

German (Pape)

[Seite 319] = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους ἀνθρώπους, Ξεν. Λακ. 1, 1 (ἐν τῷ ὑπέρθ), Οἰκ. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu d’hommes, une faible population;
Sp. ὀλιγανθρωπότατος.
Étymologie: ὀλίγος, ἄνθρωπος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυ-άνθρωπος)].

Greek Monotonic

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.