ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
épq. c. ἔστη, 3ᵉ sg. ao.2 de ἵστημι.
στῆ: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἵστημι.