προμολών

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek (Liddell-Scott)

προμολών: ἴδε προβλώσκω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de προβλώσκω.

English (Autenrieth)

see προβλώσκω.

Greek Monotonic

προμολών: μτχ. αορ. βʹ του προβλώσκω.