κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
[Seite 887] ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.
ἐξοριστικός: -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
ἐξοριστικός, -ή, -όν (Α) εξόρισηαυτός που επιβάλλει την εξορία ως ποινή.