ἐγκαταδέω

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταδέω Medium diacritics: ἐγκαταδέω Low diacritics: εγκαταδέω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΔΕΩ
Transliteration A: enkatadéō Transliteration B: enkatadeō Transliteration C: egkatadeo Beta Code: e)gkatade/w

English (LSJ)

   A bind fast in, τινί Pl.Phd.84a, Them. Or.23.297a (Pass.), Opp.H.3.201.

German (Pape)

[Seite 705] (s. δέω), an Etwas festbinden, τινί, Plat. Phaed. 84 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταδέω: μέλλ. -δήσω, δένω στερεῶς εἴς τι, τινι Πλάτ. Φαίδων. 84Α.

French (Bailly abrégé)

lier solidement dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταδέω.

Spanish (DGE)

atar fuertemente, encadenar fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.Phd.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.H.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.Or.23.297a.

Greek Monolingual

ἐγκαταδέω (Α)
δένω σταθερά.

Greek Monotonic

ἐγκαταδέω: μέλ. -δήσω, δένω σταθερά σε, σε Πλάτ.