ἐξόπιν
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
German (Pape)
[Seite 887] dasselbe, ὁ κελαινὸς ὅ τ' ἐξόπιν ἀργίας Aesch. Ag. 114, Schol. ἐξοπίσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπιν: Ἐπ. = τῷ προηγ. Ι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 115: πρβλ. κατόπιν.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἐξόπιθε.
Greek Monolingual
ἐξόπιν (Α)
επίρρ. βλ. εξόπισθεν.
Greek Monotonic
ἐξόπιν: επίρρ. = το προηγ. I, σε Αισχύλ.