θαμάκις
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
Adv.
A = θαμά, Pi.I.1.28, N.10.38.
German (Pape)
[Seite 1185] oftmals, häufig, Pind. N. 10, 38 I. 1, 28; VLL. πολλάκις, πυκνῶς. Vgl. auch θαμινάκις.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμάκῐς: ᾰ, ἐπίρρ. = θαμὰ ΙΙ, Πίνδ. Ι. 1. 37, Ν. 10. 71.
Greek Monolingual
θαμάκις (Α)
επίρρ. συχνά, θαμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πολλάκις)].
Greek Monotonic
θᾰμάκῐς: [ᾰ], επίρρ., = θαμά, σε Πίνδ.