στρόφιον

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό, Dim. of στρόφος,

   A band worn by women round the breast, Pherecr. 100, Ar.Lys.931, Th.139,255, Fr.647, IG22.1388.19.    II headband worn by priests, etc., Philoch.141 B, IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.), Plu.Arat.53, Arr.Epict.3.21.16, SIG869.21 (Eleusis, ii A.D.); cf. στροφεῖον 111.    III = ἱμάς, boxing-glove, Philostr.Gym.10 (14).

German (Pape)

[Seite 956] τό, dim. von στρόφος, eine kleine Binde, ein Band, das Frauen u. Mädchen um den Kopf u. um die Brust wanden, Ar. bei Clem. Al. = Auch ein Kopfschmuck der Priester, Plut. Arat. 53, der Könige, Aristid. 5; vgl. Maneth. 1, 227; D. L., 8, 73.

Greek (Liddell-Scott)

στρόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στρόφος, ταινία ἣν ἐφόρουν γυναῖκες περὶ τὸ στῆθος, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, Ἀριστοφ. Λυσ. 931, Θεσμ. 139, 255, Ἀποσπ. 509, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8· πρβλ. στρόφος Ι. Müller Archäol. d. Kunst § 339. 3. II. ταινία ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν κεφαλὴν οἱ ἱερεῖς, Πλουτ. Ἄρατ. 53, πρβλ. Φιλόχ. 141Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 16· - «στρογγύλη ζώνη» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bandeau, bandelette.
Étymologie: στρόφος.

Greek Monotonic

στρόφιον: τό, υποκορ. του στρόφος·
I. ταινία ή λωρίδα που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το στήθος τους, στηθόδεσμος, σε Αριστοφ.
II. κεφαλόδεσμος που φορούσαν οι ιερείς, μίτρα, σε Πλούτ.