παρθέμενος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek (Liddell-Scott)
παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.