περιθριγκόω Search Google

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθριγκόω Medium diacritics: περιθριγκόω Low diacritics: περιθριγκόω Capitals: ΠΕΡΙΘΡΙΓΚΟΩ
Transliteration A: perithrinkóō Transliteration B: perithrinkoō Transliteration C: perithrigkoo Beta Code: periqrigko/w

English (LSJ)

   A edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu.Mar.21.

German (Pape)

[Seite 577] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.

Greek (Liddell-Scott)

περιθριγκόω: περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entourer d’un revêtement : τινί τι faire d’une chose un rempart à une autre.
Étymologie: περί, θριγκόω.

Greek Monotonic

περιθριγκόω: μέλ. -ώσω, πλαισιώνω ή περιφράσσω ολόγυρα, σε Πλούτ.