κώρα

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώρα Medium diacritics: κώρα Low diacritics: κώρα Capitals: ΚΩΡΑ
Transliteration A: kṓra Transliteration B: kōra Transliteration C: kora Beta Code: kw/ra

English (LSJ)

ἡ, Dor. for κούρη, Theoc.6.36, Call.Lav.Pall.27, 138, Cer. 9.    II = ὕβρις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1547] ἡ, dor. = κούρη, s. κῶρος.

Greek (Liddell-Scott)

κώρα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούρη, Θεόκρ. 6. 36, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 27. 138, εἰς Δήμητρ. 9. ΙΙ. = κόρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κώρα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόρη.———————— (II)
κώρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕβρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορέω (ΙΙΙ)].

Greek Monotonic

κώρα: ἡ, Δωρ. αντί κούρη.