πολύοζος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
ον,
A with many branches, φλέβες Diog.Apoll.6; of trees, Thphr.HP 3.13.3,7.2.8: Comp., κλάδοι ib.1.8.5.
German (Pape)
[Seite 667] vielzweigig; Theophr.; auch φλέβες, Arist. H. A. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολύοζος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, φλέβες Διογεν. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3., 7. 2, 8.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά-οζος)].