παρείς
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
aor. 2 part. Act. of παρίημι, and Pass. of πείρω. παρεῖσα,
A v. παρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρείς: μετοχ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. τοῦ παρίημι, καὶ παθητ. τοῦ πείρω.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 de παρίημι;
part. ao.2 Pass. de πείρω.
Greek Monotonic
πᾰρείς: μτχ. αορ. βʹ του παρίημι.
II. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του πείρω.