ποτικάρδιος
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui atteint ou blesse le cœur.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].