ποτικάρδιος
From LSJ
English (LSJ)
Doric for προσκάρδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui atteint ou blesse le cœur.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατακάρδιος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτικάρδιος -ον [ποτί, καρδία] Dor., tegen het hart aan. Theocr. Id. 23.5.
German (Pape)
dor. = προσκάρδιος.