ταλασιουργία

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργία Medium diacritics: ταλασιουργία Low diacritics: ταλασιουργία Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: talasiourgía Transliteration B: talasiourgia Transliteration C: talasiourgia Beta Code: talasiourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ταλασία, Pl.Plt.282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».

Greek Monolingual

ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.