εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: ἀνοχλησία | Medium diacritics: ἀνοχλησία | Low diacritics: ανοχλησία | Capitals: ΑΝΟΧΛΗΣΙΑ |
Transliteration A: anochlēsía | Transliteration B: anochlēsia | Transliteration C: anochlisia | Beta Code: a)noxlhsi/a |
ἡ,
A = ἀοχλησία, Luc.Am.27, D.L.2.87, Gal.6.18.
ἀνοχλησία: ἡ, = ἀοχλησία, ἀμφίβ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87.
-ας, ἡ sosiego, tranquilidad Gal.6.18.
ἀνοχλησία, η (Α)
το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία.