ἔμβλεμμα

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλεμμα Medium diacritics: ἔμβλεμμα Low diacritics: έμβλεμμα Capitals: ΕΜΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: émblemma Transliteration B: emblemma Transliteration C: emvlemma Beta Code: e)/mblemma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A looking straight at, X.Cyn.4.4.

German (Pape)

[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό mirada de soslayoεἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.

Greek Monolingual

ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.

Greek Monotonic

ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.