λυσσητής
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., App.Anth.5.47; Dor. λυσσ-ᾱτάς AP7.473 (Aristodic.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 132· Δωρ. -ᾱτάς, 7. 473.
Greek Monolingual
λυσσητής, ὁ (ΑM, Α δωρ. τ. λυσσατάς) [[[λυσσώ]] (I)]
λυσσαλέος, μανιώδης.
Greek Monotonic
λυσσητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.