ἴδηαι
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
2sg. aor. 2 subj. Med. of εἰδόμην, Ep. for ἴδῃ. ἴδημα, ατος, τό,= ὅραμα, Hsch.: ἰδήμων,= εἰδ-, Id.: ἰδήρατος, ον,
A beautiful, Id. ἰδησῶ, Dor. fut. of εἶδον, I shall see, Theoc.3.37. ἰδίᾳ, v. ἴδιος v1. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδηαι: β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τοῦ μέσ. ἀορ. β΄ εἰδόμην, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἴδῃ.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. épq. sbj. ao.2 de *εἴδω.
English (Autenrieth)
see εἴδω (I.).
Greek Monotonic
ἴδηαι: Επικ. αντί ἴδῃ, βʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ εἰδόμην.
Russian (Dvoretsky)
ἴδηαι: (= ἴδῃ) эп. 2 л. aor. 2 conjct. med. к *εἴδω.