Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Menander, Monostichoi, 424Greek (Liddell-Scott)
ἐγγενῶς: γνησίως, εἴπερ ἐγγενῶς ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων, δηλ. ὡς ἐγγενεῖς ὄντες κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 1225.
French (Bailly abrégé)
adv.
à titre de compatriotes.
Étymologie: ἐγγενής.