Περσηΐς
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sprung from Perseus, of Alcmena, E.HF801 (lyr.). II name of Hecate, A.R.3.467.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
Perséide (fille de Persès ou de Persée) :
1 fille d’Okéanos, femme d’Hélios, mère d’Æetès, de Circé, de Persès;
2 petite-fille de Persée (Alcmène);
3 fille de Persès (Hécatè).
Étymologie: Περσεύς, Πέρσης¹.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. προσωνυμία της Αλκμήνης
2. προσωνυμία της Εκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -ῆος + επίθημα -ίς].
Greek Monotonic
Περσηΐς: -ίδος, ἡ, αυτή που έχει γεννηθεί από τον Περσέα, όνομα της Αλκμήνης, σε Ευρ.· ονομάζεται Περσήϊον αἷμα στον Θεόκρ.