ὀκτώπους

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτώπους Medium diacritics: ὀκτώπους Low diacritics: οκτώπους Capitals: ΟΚΤΩΠΟΥΣ
Transliteration A: oktṓpous Transliteration B: oktōpous Transliteration C: oktopous Beta Code: o)ktw/pous

English (LSJ)

ουν,

   A = ὀκτάπους, as Subst., = σκορπίος, -πουν ἀνεγείρεις Cratin.77 : acc. pl. [ὀκ]τώπους (dub. sens.) prob. in PCair.Zen.510 (iii B. C.).    II eight feet long, IG12.313.90 ; of eight square feet, χωρίον Pl.Men.82e, 83a.

German (Pape)

[Seite 318] = ὀκτάπους; τὸ ὀκτώπουν χωρίον, Plat. Men. 82 e; ὀκτώπουν ἀνεγείρεις, Cratin. bei Phot. u. Suid., für σκορπίος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὀκτάπους, Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ σκορπίος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ώποδος
1 long, large de huit pieds;
2ὀκτώπους, qui marche sur huit pieds, càd le scorpion, animal.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.

Greek Monolingual

ὀκτώπους, -ουν (Α)
βλ. οκτάπους.

Greek Monotonic

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.