ἁγηλατέω

From LSJ
Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

German (Pape)

[Seite 13] (VLL. φυγαδεύειν, ἐναγεῖς τινὰς ἐλαύνειν), Her. 5, 72 u. Soph. O. R. 403, als einen Fluchbeladenen verbannen (ἅγοσἐλαύνειν u. dah. mit dem spirit. asper zu schreiben).

Greek Monotonic

ἁγηλᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἄγος, ἐλαύνω), διώχνω, εκβάλλω την κατάρα, διώχνει τη συμφορά, δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. piaculum exigere, σε Ηρόδ., Σοφ.