αἰσχυντηλία
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἡ,
A bashfulness, Plu.2.66c.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηλία: ἡ, αἰδημοσύνη, Πλούτ. 2. 66C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pudeur, modestie.
Étymologie: αἰσχυντηλός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
timidez, carácter vergonzoso αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης αἰσχυντηλία θαρραλεότης Plu.2.443d.
Greek Monolingual
αἰσχυντηλία, η (Α) αἰσχυντηλός
αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.