ἀλλοτριοφάγος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοφάγος Medium diacritics: ἀλλοτριοφάγος Low diacritics: αλλοτριοφάγος Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: allotriophágos Transliteration B: allotriophagos Transliteration C: allotriofagos Beta Code: a)llotriofa/gos

English (LSJ)

ον,

   A eating another's bread, S.Fr.329, Eust.1404.13.

German (Pape)

[Seite 106] fremdes Brod essend, Soph. frg. 309 bei Ath. IV, 164 a.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de la hacienda ajena, que vive del prójimo, parásito κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοι S.Fr.329, πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι para no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς
νεοελλ.
1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν
2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + φάγος < ἔφαγον < ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλοτριοφαγῶ μσν.-νεοελλ. αλλοτριοφαγία].