ἀποσμύχομαι

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσμύχομαι Medium diacritics: ἀποσμύχομαι Low diacritics: αποσμύχομαι Capitals: ΑΠΟΣΜΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aposmýchomai Transliteration B: aposmychomai Transliteration C: aposmychomai Beta Code: a)posmu/xomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass.,

   A to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.

Greek Monotonic

ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.