ἁρματοτροφέω
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A keep chariot-horses, esp. for racing, X.Ages.9.6, D.L.4.17, Phld.Acad.Ind.p.47 M.
German (Pape)
[Seite 355] Wagenpferde halten, bes. zum Wettfahren, Xen. Ages. 9, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροφέω: διατηρῶ, τρέφω ἵππους πρὸς ἁρματηλασίαν, κυρίως δὲ πρὸς ἀγῶνας ἁρματοδρομίας, Ξεν. Ἀγησ. 9. 6, Διογ. Λ. 4. 17· πρβλ. ἅρμα 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entretenir une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.
Spanish (DGE)
criar caballos de tiro para las carreras, X.Ages.9.6, Phld.Acad.Ind.47, D.L.4.17.
Greek Monotonic
ἁρματοτροφέω: μέλ. -ήσω, τρέφω άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν.