ἀρωραῖος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
hyperdor. for ἀρουραῖος, Ar.Ach.762.
German (Pape)
[Seite 368] dor. = ἀρουραῖος, Ar. Ach. 759.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωραῖος: Δωρ. ἀντί: ἀρουραῖος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762.
Spanish (DGE)
v. ἀρουραῖος.
Greek Monolingual
ἀρωραῑος, ο (Α)
δωρ. τ. του αρουραίος.
Greek Monotonic
ἀρωραῖος: Δωρ. αντί ἀρουραῖος.