ἀτρύπητος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρύπητος Medium diacritics: ἀτρύπητος Low diacritics: ατρύπητος Capitals: ΑΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýpētos Transliteration B: atrypētos Transliteration C: atrypitos Beta Code: a)tru/phtos

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non percé.
Étymologie: ἀ, τρυπάω.

Spanish (DGE)

-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.