βαθύπεδος

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A with deep plain, lying low (between hills), of Nemea, Pi.N.3.18 (prob. for -πεδίῳ).

German (Pape)

[Seite 424] (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπεδος: -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.

Greek Monolingual

-ο (Α βαθύπεδος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε βαθιά πεδιάδα, ανάμεσα σε βουνά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
βλ. λ. βαθύπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -πεδον < πέδον «έδαφος, γη, πεδιάδα»].