βαθύπεδο

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

το
1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή και χαμηλότερα απ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πέδον.